top of page
  • kikitsakaldimi

Ojos del Salado, 6893m Chile



Ojos del Salado, το ψηλότερο ηφαίστειο του κόσμου ένα βουνό που έθεσε τα όρια και τις αντοχές μου σε δοκιμασία.


Στις 13 Φεβρουαρίου αποχαιρετώ τον άντρα μου, και μου και ξεκινώ ένα ταξίδι υπερατλαντικό. Θα επιστρέψω μετά από 16 ημέρες και δεν θα έχω καμία επικοινωνία με τα αγαπημένα μου πρόσωπα για πάνω από 12 ημέρες. Όταν θα επιστρέψω τίποτα δεν θα είναι όπως τα άφησα. Μέχρι τότε όμως δεν γνώριζα τίποτα. Έτσι λοιπόν, γεμάτη ενθουσιασμό, φτάνω στο Sadiago και από εκεί θα πετάξω στην πόλη Copiapo, για να ξεκινήσω ένα μακρύ ταξίδι, οδικώς, στην καρδιά της ερήμου Ατακάμα.


Πρόκειται για την ξηρότερη έρημο του πλανήτη μας, αλλά και ένα παράδεισο για τους ορειβάτες που αγαπούν τα ψηλά βουνά. Εδώ υπάρχουν πάνω από 18 βουνά άνω των 6000μ. Το τοπίο σου κόβει την ανάσα, μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά μιας και ήδη βρίσκομαι πάνω από τα 4000μ.



Οπού και να κοιτάξω βλέπω βουνοκορφές. Κατακλύζομαι από πανύψηλα, γυμνά βουνά, που τα μεταλλικά στοιχεία του πετρώματος τους εμπεριέχει όλη την παλέτα των χρωμάτων. Είναι σαν ένα ουράνιο τόξο να πλάγιασε να ξαποστάσει πάνω στις ορθοπλαγιές τους, σκορπίζοντας παντού τα χρώματά του. Αλλά και τεράστιες πεδιάδες από αλάτι, τα λεγόμενα salt flats, που το άσπρα χρώμα του εδάφους, σπάει από τα τιρκουάζ νερά των λιμνών, που όμοιο τους δεν έχω ξανά δει. Λίμνες νεκρές από ζωή, καθώς η μεγάλη ποσότητα χλωριούχου νατρίου δεν επιτρέπει την επιβίωση ψαριών ή άλλων θηλαστικών στα νερά του. Μόνο μικροοργανισμοί αναπτύσσονται εκεί. Όμως η φύση ξέρει τι κάνει. Αμέτρητα φλαμίνγκο, που ξαποσταίνουν για λίγο στις όχθεις των λιμνών, μέχρι να αποδημήσουν ξανά, βρίσκουν ξεχωριστή λιχουδιά τους μικροοργανισμούς αυτούς.



Αυτό που κάνει τις ορειβατικές αποστολές στην έρημο Ατακάμα ξεχωριστές είναι ο τρόπος προώθησης προς τους πρόποδες των βουνών. Εδώ δεν υπάρχει η υποστήριξη από βαστάζους ή δυνατά ζώα, όπως οι Σέρπα και τα γιακ, αντίστοιχα, στο Νεπάλ. Αντίθετα, η μεταφορά του εξοπλισμού πραγματοποιείται με την βοήθεια μεγάλων 4x4 οχημάτων. Καθώς η περιοχή είναι πλούσια σε ορυκτά, η εκμετάλλευση γίνεται στο μέγιστο από το εταιρίες κολοσσούς που κατασκευάζουν δρόμους ακόμη και σε ύψος 5800μ προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα ορυχεία που βρίσκονται στα υψίπεδα αυτά.



Χωρίς ίχνος νερού, είμαστε υποχρεωμένοι πέραν της τροφής που θα χρειαστούμε για 13 ημέρες, να κουβαλήσουμε και όλη την ποσότητα νερού για την περίοδο αυτή. Και το χειρότερο? Στα ψηλά βουνά, για να εγκλιματιστεί κανείς και να μην κινδυνεύει να πάθει υποξία, πρέπει να πίνει…ΠΟΛΥ νερό! Αυτό σημαίνει 3-4 λίτρα τουλάχιστον την ημέρα, γεγονός που αυξάνει το βάρος του φορτίου κατά πολύ. Το θετικό, είναι η χρήση των οχημάτων που ταλαιπωρούνται και αυτά με την σειρά τους λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών. Οι οδηγοί τους, δίνουν μάχη κάθε φορά προκειμένου να τα βάλουν μπρος, αλλά και να τα περάσουν μέσα από τα κακοτράχαλα πεδία, χωρίς να προκαλέσουν αβαρία.


Όσο όμορφες είναι οι Άνδεις, τόσο ακραία δύσκολες είναι οι συνθήκες επιβίωσης. Ισχυροί άνεμοι που δεν κοπάζουν σχεδόν ποτέ, θερμοκρασίες που κυμαίνονται από 44C ως -36C, καυτός ήλιος, σκόνη που είναι αδύνατον να κρατήσεις μακριά, ακόμη και μέσα από τα εσώρουχα σου, αλλά και έλλειψη οξυγόνου που προκαλεί μόνιμη κόπωση με το παραμικρό, κάνουν την κάθε στιγμή να μετατρέπεται σε μόνιμη μάχη για επιβίωση.


Η ανάβαση στο Ojos απαιτεί πριν αυτού, αναβάσεις σε άλλα ψηλά βουνά της περιοχής, προκειμένου να εγκλιματιστώ σωστά και να είμαι ασφαλής. Με τον οδηγό μου τον Σάτυα, επιλέγουμε τα 7 Hermanas,4700m, Mulas Muertas 5600m και Barrancas Blancas 6119m.

Αργότερα θα ανακαλύψω πως ήμουν η πρώτη Ελληνίδα που πάτησε στην κορυφή τους! Με κάποιο μαγικό τρόπο οι αντιξοότητες της κάθε μια μέρας, ξεχωριστά, απαλύνονται και μόνο από το μεγαλείο της φύσης γύρω μου. Αλλά και η ψυχολογία μου γίνεται κάθε μέρα και καλύτερη. Νοιώθω δυνατότερη και ένα αίσθημα πληρότητας με κατακλύζει.



Επιτέλους μετά από 9 ημέρες συνεχούς προετοιμασίας, προσπάθειας και κακουχιών έφτασε η μέρα που θα αντιμετωπίσω τον εαυτό μου, αυτή τη φορά έχοντας για σύμμαχο τις ορθοπλαγιές του Ojos del Salado. Είναι 27 Φεβρουαρίου 2020, ημέρα κορυφής. Βρισκόμαστε στο καταφύγιο Tejos, 5837m. Κουκουλωμένη στον υπνόσακο μου, ξυπνώ από τον χτύπο του ξυπνητηριού. Το ρολόι δείχνει 1:30 τα ξημερώματα. Φοράω την ζεστή πουπουλένια μου στολή, τρώω με το ζόρι μια φέτα ψωμί στην οποία προσπαθώ να αλείψω λίγο από το παγωμένο από το κρύο μέλι, ενώ παράλληλα προσπαθώ να λιώσω στο γκαζάκι, το νερό μου που έχει και αυτό παγώσει κατά την διάρκεια της νύχτας.


Πλήρως αρματωμένη με τον βαρύ εξοπλισμό μου, βγαίνω έξω από το καταφύγιο. Χιονίζει. Το θερμόμετρο δείχνει -23C. Ο Σάτυα, μας εξηγεί πως με τις παρούσες συνθήκες η ανάβαση υπολογίζεται σε περίπου 10 ώρες. Θα πραγματοποιούμε σύντομο διάλειμμα κάθε μια ώρα, για κατανάλωση νερού και λίγης ξηράς τροφής. Αυτό δεν το τηρούμε πάντα όταν είμαι μόνη μου με τον Σάτυα, όμως απόψε έχουμε μαζί μας τον Βίκ, Αμερικανός ορειβάτης, που δεν έχει μεγάλη εμπειρία και είναι σημαντικό να τον βοηθήσουμε ώστε να τα καταφέρει. Μαζί μας είναι ο Γκιγκέρμο, ντόπιος οδηγός βουνού, αλλά και ο βοηθός του, ο Άλβαρο, προκειμένου να υποστηρίξουν τον Βικ, σε κάθε περίπτωση.



Ορειβατούμε αργά και σταθερά ,μέσα από κακοτράχαλο τερέν για σχεδόν μια ώρα, ο αέρας μας σφυροκοπά ασταμάτητα αλλά νοιώθω καλά. Είμαι ακόμη δυνατή και έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας για να επιτρέψω στον εαυτό μου να νοιώσει κούραση. Το μόνο που σκέφτομαι είναι «Εισπνοή- Εκπνοή». Το βράδυ θα κυλήσει έτσι, αργά και βασανιστικά, βήμα το βήμα, κερδίζοντας σταδιακά υψόμετρο. Όσο ανεβαίνουμε, η αναπνοή γίνεται όλο και πιο δύσκολη, βαθιά και γρήγορη. Περιοδικά σηκώνω το κεφάλι ψηλά και κοιτώ τον έναστρο ουρανό. Έχει σταματήσει η χιονόπτωση. Όχι όμως και ο αέρας. Η θερμοκρασία έπεσε στους -32C. Η ομορφιά του ουρανού καταπραΰνει κατά κάποιο τρόπο το ψύχος και την κούραση των ωρών ανάβασης. Σκέφτομαι ότι όπου να ‘ναι θα χαράξει και το πρώτο φως του ήλιου θα μου δώσει και άλλο κουράγιο. Οι ακτίνες του ήλιου θα ζεστάνουν το σώμα αλλά κυρίως την καρδιά μου.


Το μυαλό αρχίζει να παίζει παιχνίδια με τον χρόνο, που οφείλονται στη έλλειψη ύπνου και οξυγόνου. Προσπαθώ να το κρατήσω απασχολημένο. Ξεκινώ να λέω από μέσα μου την προπαίδεια: 1X1=1, 1Χ2=2, 1Χ3=3 και ούτω καθεξής. Στα πολλαπλάσια του 4 σταματάω. Την προσοχή μου κλέβουν οι χρυσαφένιες βουνοκορφές στο βάθος του ορίζοντα που ξεπροβάλλουν σαν τα μανιτάρια πάνω το παχύ στρώμα σύννεφων που καλύπτουν το τοπίο.



Ακολουθώντας κατεύθυνση προς τα επάνω και δεξιά, μετά από σχεδόν πέντε ώρες φτάνουμε στο σημείο που πρέπει να φορέσουμε τα κραμπόν (ειδικά καρφιά που προσαρμόζονται στις μπότες ) μας. Το τερέν αποτελείται πλέον από ένα συνδυασμό πάγου, χιονιού και πέτρας που κάνει το βήμα αβέβαιο σε κάποια σημεία, δυσκολεύοντας την ανάβαση. Νοιώθω την αραίωση του αέρα όλο και εντονότερα στα πνευμόνια μου. Η πλαγιά γίνεται όλο και πιο ανηφορική, κάνοντας τα βήματα μου βασανιστικά αργά και ακόμη πιο επώδυνα, αλλά συνεχίζω.


Η βάση του κρατήρα που θα μας οδηγήσει στην αρχή του πέτρινου όγκου που καταλήγει στην κορυφή δείχνει τόσο κοντά, λες και σε μία ώρα θα βρίσκομαι εκεί πάνω, να «πανηγυρίζω» για την επίτευξη ενός ακόμη στόχου! Κι όμως, θα χρειαστούμε σχεδόν άλλες τέσσερις ώρες για να φτάσουμε εκεί. Πάνω από τα 6800μ αρχίζω να νοιώθω έντονα την πίεση στην καρδιά και τα πνευμόνια μου και τον χρόνο σαν να έχει σταματήσει. Πότε θα φτάσω επιτέλους? Αρχίζω να θέτω μικρούς στόχους. Να φτάσω πρώτα σε εκείνη την μεγάλη πέτρα που μοιάζει με τεράστια χελώνα. Μετά σε εκείνο το παραχωμένο, στον πάγο, πλαστικό σακουλάκι, απομεινάρι μιας μπάρας ενέργειας που πρόσφερε σε έναν ανεγκέφαλο ή απρόσεκτο ορειβάτη τις απαιτούμενες θερμίδες για να μην πεθάνει από εξάντληση ή κρυοπαγήματα. Κάποια στιγμή τα σημάδια παύουν να είναι αρκετά για να κάνουν τα πόδια μου να συνεχίσουν να ορειβατούν.


Βάζω σε εφαρμογή τα μεγάλα μέσα. Αρχίζω να σκέφτομαι τον άντρα μου, το αγόρι μου, όπως τον αποκαλώ συνήθως. Ανακαλώ τα λόγια που μου είχε γράψει σε ένα γράμμα λίγο πριν αναχωρήσω το 2017 για την κορυφή του Έβερεστ. Τα λόγια του μου δίνουν κουράγιο και δύναμη να κάνω άλλο ένα βήμα και μετά άλλο ένα. «Είσαι φτιαγμένη από το υλικό των νικητών, είσαι φτιαγμένη από ατσάλι Κική μου», είχε γράψει. Δεν μπορώ να τον απογοητεύσω. Έτσι χωρίς δεύτερη επιλογή κάνω άλλο ένα βήμα και μετά άλλο ένα και ούτω καθεξής.


Όταν πια η καρδιά μου πάει να σπάσει, επιστρατεύω και τους γονείς με τον αδερφό μου στο παιχνίδι. Τώρα όλοι τους εκεί μαζί, είναι σαν να με σηκώνουν με ένα μαγικό χέρι, κάνοντας τα βήματα μου κάπως ελαφρύτερα. Και να, τώρα λίγο πριν την κορυφή έρχονται να σπρώξουν και όλοι όσοι με αγαπούν και με στηρίζουν και θα ανεβούμε όλοι μαζί στο ψηλότερο ηφαίστειο του κόσμου. Με την βοήθεια όλων, στις δώδεκα το μεσημέρι ακριβώς, στις 27 Φεβρουαρίου, θα γίνω η πρώτη Ελληνίδα που κατάφερε να πατήσει στην κορυφή του Ojos del Salado,6893m. Γιούχουυυυυυ….κραυγή χαράς και ανακούφισης, βγαίνει από μέσα μου.



Όλα, η κούραση, η κακουχία και η εξάντληση με ένα μαγικό τρόπο καταπραΰνονται. Επιτέλους τα κατάφερα! Είμαι χαρούμενη και ευγνώμον προς το βουνό, αλλά και την ομάδα μου. Χωρίς αυτούς δεν θα βρισκόμουν σήμερα εδώ. Δυστυχώς στην κορυφή φτάσαμε μόνο οι τρεις από τους πέντε που αρχικά ξεκινήσαμε. Ο Βικ, εγκατέλειψε από τις πρώτες ακόμη ώρες. Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί τις απαιτήσεις ενός ψηλού και απαιτητικού βουνού όπως το Ojos. Κατέβηκε συνοδευόμενος από τον Άλβαρο, μόλις έφτασε στα 6000μ. Στην κορυφή θα βιντεοσκοπήσω ένα πλάνο με την θέα γύρω μου, ως δώρο προς τον Βικ. Θέλω να δει την ομορφιά που απλώνεται ολόγυρά μας και που ευελπιστώ να τη θαυμάσει αυτοπροσώπως, στο μέλλον.


Η επιστροφή θα είναι ακόμη πιο εξαντλητική. Θα διαρκέσει άλλες εφτά ώρες, μιας και τώρα είμαστε απίστευτα καταπονημένοι, άυπνοι και πεινασμένοι και θα χρειαστεί να κατεβούμε στην κατασκήνωση χαμηλότερα αυτής του Tejos. Ο πυρετός της κορυφής μας έδινε κίνητρο να προχωρήσουμε. Τώρα το κίνητρο εξαφανίστηκε. Πρέπει απλά να κατεβούμε. Και έτσι χαμένοι ο καθένας στις σκέψεις του προσπαθεί με κάθε τρόπο να βρει το κουράγιο να συνεχίσει την κατάβαση, κάτω από τον καυτό πια ήλιο της ερήμου και τον ακατάπαυστο αέρα.

Το μόνο που θέλω, είναι να μπω στο κατασκονισμένο αντίσκηνό μου, να βγάλω επιτέλους τις βαριές μπότες μου και να κοιμηθώ. Ίσως καταφέρω πριν να τσιμπήσω κάτι. Πεινάω τρελά και νυστάζω.

Και φυσικά ανυπομονώ να επιστρέψω, στον πολιτισμό και να τηλεφωνήσω στον Γιώργο μου, να του πω πως τα κατάφερα, πως είμαι πολύ χαρούμενη, και ανυπομονώ να βρεθώ στην αγκαλιά του. Όταν θα του μιλήσω στο τηλέφωνο την επόμενη μέρα, θα μάθω τα κακά νέα, πίσω στην πατρίδα μου.


Επέστρεψα σε μία αλλαγμένη Ελλάδα, που το τελευταίο πράγμα που ενδιέφερε τους συμπολίτες μου ήταν το αν κατάφερα εγώ να ανεβάσω την Ελληνική σημαία στο ψηλότερο ηφαίστειο του κόσμου, μεταφέροντας το μήνυμα πως όλα είναι δυνατά, αρκεί να το πιστέψουμε και να δουλέψουμε σκληρά.


‘’Μας δουλεύεις κοπέλα μου…εδώ πεθαίνουν άνθρωποι και εσύ μας μιλάς για βουνά και ηφαίστεια’’; θα μπορούσε κάποιος να μου πει. Και με το δίκιο του. Είχε ήδη ξεκινήσει η πανδημία του Covid19 να δείχνει τα σημάδια της τραγωδίας που θα ακολουθούσε, όμως εγώ αποκομμένη από τα εγκόσμια όπως ήμουν στο βουνό δεν είχα πάρει μυρωδιά για την νέα πραγματικότητα που θα αντιμετώπιζα και που θα άλλαζε την ζωή μας τόσο δραματικά.

Το αίμα μου όμως έβραζε, κουβαλούσα ακόμη μεσα μου όλα αυτά τα ψυχικά αποθέματα που με βοήθησαν να ανέβω στο βουνά στα 7000μ και δεν ήμουν διατεθειμένη να υποκύψω, να φοβηθώ και να αγνοήσω όλα όσα μου δίδαξε η φύση και η διαδικασία αυτή. Αν έμαθα κάτι, μέσα από τις αναβάσεις, είναι να αντιμετωπίζω τις προκλήσεις στα βουνά, και κατ΄ επέκταση της ζωής, με σοβαρότητα, υπευθυνότητα και σεβασμό.


Έτσι αντιμετώπισα και τις συνθήκες που αντίκρισα με το που επέστεψα στην Ελλάδα και συνεχίζω να κάνω ακόμη και σήμερα. Για παράδειγμα, την όλη κατάσταση με το «Μένουμε Σπίτι» την αντιμετώπισα με την ίδια πειθαρχία και υπομονή, χωρίς να δυσανασχετώ, όπως όταν βρίσκομαι στο βουνό και καλούμαι να μείνω κλεισμένη στο 1,5m X 2m αντίσκηνό μου για μέρες, περιμένοντας την βελτίωση του καιρού. Ο τρόπος σκέψης μου είναι ότι θα κάνω οτιδήποτε είναι απαραίτητο προκειμένου να πετύχω τον στόχο μου ή προκειμένου να ξεπεράσω μια πρόκληση.


Έτσι κάνω και στην ζωή μου, πίσω στην πόλη. Φανταστείτε ότι μέσα στο αντίσκηνο, οι συνθήκες διαβίωσης δεν είναι ιδανικές όπως στα σπιτικά μας που καλούμαστε σήμερα να μείνουμε εντός. Εκεί δεν έχω ούτε την άνεση και ζεστασιά του σπιτιού μου, την πληθώρα αγαπημένων αντικειμένων όπως βιβλία, παιχνίδια, τηλεόραση, tablet ή κινητό που θα βοηθούσαν στο να περάσει ευχάριστα ο χρόνος. Στο αντίσκηνο χρειάζεται να παραμείνω σχεδόν ακίνητη σε στάση μούμιας, κουκουλωμένη στον υπνόσακο μου για να μην ξεπαγιάσω, χωρίς φως από την ώρα που δύει ο ήλιος ως και το επόμενο ξημέρωμα, χωρίς συντροφιά υπομένοντας τις ακραίες καιρικές συνθήκες. Και παρόλα αυτά παραμένω χαρούμενη και εστιασμένη στον στόχο.


Άλλωστε τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Ο ήλιος που δύει, έρχεται η στιγμή που θα ανατείλει. Η μπόρα στο δάσος κάποια στιγμή κοπάζει. Έτσι και τώρα, η κατάσταση που βιώνουμε κάποια στιγμή θα αλλάξει. Θα έρθει η στιγμή που όλη αυτή η τρέλα θα γίνει παρελθόν, θα βρούμε τα φάρμακα για να αντιμετωπίσουμε τον ιό και σιγά σιγά , όπως ορειβατώ, θα ξεπεράσουμε τις απώλειες που είχαμε. Όλα είναι δυνατά, αρκεί να το πιστέψουμε και να εργαστούμε με σοβαρότητα προς την κατεύθυνση αυτή.



C U ON TOP!

Comments


bottom of page